ψαλίδισμα

ψαλίδισμα
το , ψαλίδισμός ο
1) резание, обрезание, подрезание, вырезание ножницами; 2) стрижка; 3) обкорнание (волос); 4) перен. урезание, сокращение;

§ η γλώσσα του θέλει ψαλίδισμα — надо укоротить ему язык, нужно его посадить на место (о болтуне или нахале)


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ψαλίδισμα" в других словарях:

  • ψαλίδισμα — το, Ν [ψαλιδίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ψαλιδίζω, κόψιμο με τη χρήση ψαλιδιού 2. μτφ. α) περικοπή, ελάττωση («ψαλίδισμα δαπανών») β) αυστηρή λογοκρισία («ψαλίδισμα θεατρικού έργου») 3. φρ. «η γλώσσα του θέλει ψαλίδισμα» μτφ. πρέπει… …   Dictionary of Greek

  • ψαλίδισμα — το, ατος 1. η πράξη και το αποτέλεσμα του ψαλιδίζω, ψαλιδιά, κόψιμο με το ψαλίδι: Τα μαλλιά μου εδώ θέλουν ψαλίδισμα. 2. περικοπή, περιορισμός: Όταν έμαθαν το ψαλίδισμα του μισθού τους κατέβηκαν σε απεργία. 3. φρ., «Η γλώσσα της θέλει ψαλίδισμα» …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Olympic Air — IATA OA ICAO OAL Callsign OLYMPIC …   Wikipedia

  • απόκομμα — το (AM ἀπόκομμα) [αποκόπτω] αυτό που έχει αποκοπεί από κάπου, τεμάχιο, κομμάτι νεοελλ. 1. τμήμα, κομμάτι που έχει αφαιρεθεί με σχίσιμο ή ψαλίδισμα από κάπου 2. το υπόλοιπο εισιτηρίου που επιστρέφεται στον κάτοχο μετά από τον έλεγχο 3. ο… …   Dictionary of Greek

  • πύξος — (και πυξάρι ή τσιμισίρι). Επιστημονικά λέγεται βούξος ο αειθαλής και είναι θάμνος της οικογένειας των βουξιδών (δικοτυλήδονα), που φυτρώνει μόνος του στα βουνά της ηπειρωτικής Ελλάδας και της Εύβοιας. Καλλιεργείται γενικά στους κήπους και στα… …   Dictionary of Greek

  • ψαλιδισμός — ο, Ν [ψαλιδίζω] ψαλίδισμα …   Dictionary of Greek

  • ψαλιδιστός — ή, ό, Ν [ψαλιδίζω] 1. κομμένος με ψαλίδι 2. αυτός που έχει ψαλιδιές ολόγυρα 3. μτφ. αυτός που μοιάζει να έχει κοπεί με ψαλίδι («η ουρά τών χελιδονιών είναι ψαλιδιστή»). επίρρ... ψαλιδιστά Ν με ψαλίδισμα …   Dictionary of Greek

  • αλιμιά — Θάμνος της ελληνικής χλωρίδας, του γένους ατρίπληξ, της οικογένειας των χηνοποδιιδών. Αναπτύσσεται εύκολα και γρήγορα, φτάνει σε ύψος τα 2μ., έχει ωραίο αργυρόχρωμο φύλλωμα και αντέχει στην ξηρασία και την αρμύρα. Χάρη σε αυτά τα προσόντα της, η… …   Dictionary of Greek

  • αχυρανθές — Πολυετές καλλωπιστικό φυτό της οικογένειας των αμαραντιδών, με πολλές ποικιλίες που ξεχωρίζουν μεταξύ τους από το ύψος (20 60 εκ.) και το χρώμα των φύλλων (συνδυασμοί του κόκκινου, πράσινου και κίτρινου). Τα εντυπωσιακά χρώματα του φυλλώματος… …   Dictionary of Greek

  • ψαλιδιά — η κόψιμο με το ψαλίδι, ψαλίδισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»